σκυθρωπός

σκυθρωπός
-ή, -ό / σκυθρωπός, -όν, ΝΑ
κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν γὰρ τοῑς ἀγαθοῑς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῑς κακοῑς σκυθρωποὶ γίγνονται», Ξεν.)
2. (για κατάσταση ή πράγμ.) λυπηρός, μελαγχολικός, αυτός που οδηγεί σε στενοχώρια και σκυθρωπότητα («ὡς δύσκολον τὸ γῆρας ἀνθρώποις ἔφυ ἔν τ' ὄμμασιν σκυθρωπόν», Ευρ.)
3. (για χρώμα) σκοτεινός, αμαυρός, σκούρος
4. (ειδικά για οίνο) μαύρος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκυθρωπόν
α) σκυθρωπότητα, κατήφεια
β) μτφ. κακοτυχία, δυστυχία.
επίρρ...
σκυθρωπώς / σκυθρωπῶς ΝΑ και σκυθρωπά Ν
κατά τρόπο σκυθρωπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυθρός «θυμωμένος, κατηφής» + -ωπός* (βλ. και λ. ὄπωπα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκυθρωπός — of sad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπός — ή, ό κατηφής, θλιμμένος: Με κοιτούσε με πρόσωπο σκυθρωπό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυθρωπότερον — σκυθρωπός of sad adverbial comp σκυθρωπός of sad masc acc comp sg σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωποτάτων — σκυθρωπός of sad fem gen superl pl σκυθρωπός of sad masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωποτέραις — σκυθρωπός of sad fem dat comp pl σκυθρωποτέρᾱͅς , σκυθρωπός of sad fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωποτέρων — σκυθρωπός of sad fem gen comp pl σκυθρωπός of sad masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπόν — σκυθρωπός of sad masc/fem acc sg σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπότατα — σκυθρωπός of sad adverbial superl σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπότατον — σκυθρωπός of sad masc acc superl sg σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωποτάτη — σκυθρωπός of sad fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”